μαύρος

μαύρος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί με τον αδελφό του Ιάσωνα, επί Νουμεριανού (283-4). Η μνήμη του τιμάται στις 19 Μαρτίου.
* * *
-η, -ο (ΑM μαῡρος, -η, -ον)
αυτός που είναι μελανός, ο μελανόχρωμος
νεοελλ.
μτφ.
1. δυστυχής, κακότυχος, άθλιος ή αυτός που φέρνει δυστυχία (α. «μαύρη, μωρέ, πικρή είν' η ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες» β. «έρχονται μαύρες μέρες για όλους μας»)
2. ο άκρως αντιδραστικός
3. (για δόντια) χαλασμένος, σάπιος
4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο μαύρος, η μαύρη
άτομο που ανήκει στη νεγροειδή φυλή
5. (το ουδ. ή θηλ. ως ουσ.) το μαύρο ή η μαύρη
(στη γλώσσα ναρκομανών) το χασίς
6. το ουδ. ως ουσ. το μαύρο
(τυπογρ.) το εντονότερο σε γραφική παράσταση και οπτική ένταση τυπογραφικό στοιχείο τού αλφαβήτου
7. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) οι μαύρες
α) οι φλύκταινες τής νόσου ευλογιάς
β) συνεκδ. λέγεται ως κατάρα («μπα, που να βγάλεις μαύρες»!)
8. φρ. α) «τόν έκανε μαύρο στο ξύλο» — τόν έδειρε τόσο πολύ ώστε το δέρμα του μελάνιασε
β) «ντύθηκε στα μαύρα» ή «έβαλε τα μαύρα» ή «φόρεσε τα μαύρα» ή «βουτήχθηκε στα μαύρα» — έχει βαρύ πένθος
γ) «μαύρο φίδι που σέ έφαγε» — θα τιμωρηθείς πολύ σκληρά, θα υποστείς βαριά τιμωρία, ζημιά ή βλάβη
δ) «μαύρη ψήφος» ή, απλώς, «μαύρα» — η αρνητική ψήφος («πήρε πολλά μαύρα στις εκλογές»)
ε) «τά βλέπω όλα μαύρα» — είμαι πάρα πολύ απαισιόδοξος
στ) «μαύρα μάτια κάναμε να σέ δούμε» — δεν σέ είδαμε για πολύ καιρό
ζ) «είμαι στις μαύρες μου» ή «έχω τις μαύρες μου» — είμαι άκεφος ή απελπισμένος
η) «μαύρη αγορά» — πώληση σε πολύ υψηλή τιμή εμπορευμάτων που σπανίζουν ή είναι απαγορευμένα
θ) «μαύρη ήπειρος» — η Αφρική
ι) «μαύρη φυλή» — η νεγροειδής φυλή
ια) «μαύρο κιβώτιο» — εγκλεισμένη σε προστατευτικό κιβώτιο συσκευή που καταγράφει σε ταινία πληροφορίες σχετικές με τη λειτουργία και τα συστήματα πλοήγησης αεροπλάνου για να ερευνηθούν εκ τών υστέρων οι συνθήκες ενός ενδεχόμενου ατυχήματος
ιβ) «μαύρο χιούμορ» — είδος ευθυμογραφίας το οποίο χρησιμοποιεί μακάβρια θέματα
ιγ) «μαύρη αλήθεια» — πικρή αλήθεια
ιδ) «μαύρη τρύπα» ή «μελανή οπή»
i) (αστρ.-φυσ.) ουράνιο σώμα που έχει φθάσει στο τελικό στάδιο τής εξέλιξής του και από το οποίο δεν μπορεί να διαφύγει κανενός είδους ακτινοβολία, ούτε καν το φως
ii) μτφ. μεγάλο κενό, μεγάλο έλλειμμα («η μαύρη τρύπα τού προϋπολογισμού»)
9. παροιμ. α) «όταν ψοφήσει ο μαύρος μου, χορτάρι μη φυτρώσει» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η μη ύπαρξη συμφέροντος συνεπάγεται αδιαφορία
β) «ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι» — λέγεται για μάταιες ή απραγματοποίητες ελπίδες ή υποσχέσεις
νεοελλ.-μσν.
1. (για πρόσ.) μελαχρινός, μελαψός
2. σκούρος, σκοτεινόχρωμος («μαύρους καπνούς σηκώνει η φωτιά», Ερωφ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ο μαύρος
άλογο μαύρου χρώματος, ο καράς
4. μτφ. α) κακός, μοχθηρός, κακόβουλος («έχει μαύρη ψυχή»)
β) αντίξοος
γ) πένθιμος, θλιβερός
5. φρ. «μαύρα δάκρυα» — πικρά, πολύ πονεμένα δάκρυα
μσν.
1. άτυχος
2. λερωμένος, βρόμικος·.3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μαῡρον
το μελάνι τής σουπιάς
4. φρ. α) «μαύρη βασιλεία» και «μαύρη σκοτεινοτάτη γῆ» — ο Άδης
β) «μαῡρα πνεύματα» — οι δαίμονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἀμαυρός* ή μαυρός. Κατ' άλλη άποψη, < λατ. maurus < ἀμαυρός].
ΠΑΡ. μσν. μαυρέας, μαυριάζω, μαυρότητα, μαυρούτσικος
μσν.- νεοελλ.
μαυράδα, μαυράδι, μαυρ(ε)ιδερός, μαυρίζω
νεοελλ.
μαυρίλα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαυρότριχος
μσν.
μαυροκατσίβελος, μαυρομουζομύτης, μαυροπείσματος, μαυροπλουμιστομάτης, μαυροπόδαρος, μαυρότεχνος, μαυροτριχαράτος
μσν.- νεοελλ.
μαυροκόρακας, μαυροκουρούνα, μαυρομάνικος μαυρόπτερος, μαυροτήγανο, μαυρόχορτο
νεοελλ.
μαυραγάνι, μαυροαραχνιασμένος, μαυρόβουρκος, μαυρογελασμένος, μαυρογένης, μαυρογενούδης, μαυρογή, μαυροδάφνη, Μαυροθαλασσίτης, μαυροκίτρινος, μαυροκόκκινος, μαυρολογώ, μαυρομάλλης, μαυρομαντιλού, μαυρομάτης, μαυρομούστακος, μαυροντυμένος, μαυρόπετρα, μαυροπίνακας, μαυροπράσινος, μαυροσίταρο, μαυροσκεπάζω, μαυροσυννεφιασμένος, μαυροτσούκαλο, μαυροφέρνω, μαυροφρύδης, μαυρόχωμα, μαυρόψαρος. (Β' συνθετικό) υπόμαυρος
νεοελλ.
ασπρόμαυρος, βυσσινόμαυρος, ημίμαυρος, θεόμαυρος, κατάμαυρος, κιτρινόμαυρος, κοκκινόμαυρος, ολόμαυρος, πρασινόμαυρος, σταχτόμαυρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαυρός — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυρός — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος, Γεώργιος — (Μεγίστη 1909 – Αθήνα 1995). Δικηγόρος και πολιτικός. Το 1937 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου δίδαξε κατά τα έτη 1932 42. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1946 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Το 1961… …   Dictionary of Greek

  • μαύρος — η, ο 1. αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μελανός: Οι χήρες φορούν μαύρα ρούχα. 2. μτφ., άθλιος, πένθιμος, απαίσιος: Ξημέρωσε μια μαύρη μέρα. 3. φρ., «Κλαίω με μαύρο δάκρυ», κλαίω με πολύ πόνο· «Τον έκανε μαύρο στο ξύλο», τον έδειρε τόσο ώστε μελάνιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαύρος Κόλυμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 129 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, στη νότια ακτή, Δ του όρμου Καλά Νερά. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρύ Γιαλού …   Dictionary of Greek

  • Μαύρος Λόγγος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 305 μ., 18 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τρικόρφου …   Dictionary of Greek

  • ουρουμπού ή μαύρος γύπας — (coragyps atratus). Αρπακτικό πουλί της οικογένειας των καθαρτιδών, της τάξης των ιερακομόρφων. Έχει μήκος περίπου 60 εκ. μαζί με την κοντή ουρά του και άνοιγμα πτερύγων 1,30 μ. Το φτέρωμα και το ράμφος του είναι μαύρα και σκούρα γκρίζα τα γυμνά… …   Dictionary of Greek

  • Ραβάνος, Μαύρος — (Rabanus, 784 – 856). Σχολαστικός φιλόσοφος. Υπήρξε μαθητής του Αλκουίνου και διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Μαγεντίας. Διετέλεσε σχολάρχης της σχολής της Φούλδας, η οποία έγινε σημαντικό πνευματικό κέντρο στον καιρό του και θεωρείται ο πρώτος που… …   Dictionary of Greek

  • Τερεντιανός, Μαύρος — (Terentianus Maurus). Λατίνος γραμματικός από τη Μαυριτανία, που έζησε τον 2o αι. μ.Χ. Έγραψε μια Μετρική σε 4 βιβλία, όπου έμμετρα πραγματεύεται τα διάφορα μέτρα. Ο λατινικός τίτλος του έργου του είναι Carmen de litteris, syllabis et metris. Η… …   Dictionary of Greek

  • μαυρόν — μαυρός masc/fem acc sg μαυρός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”